- αγόρι
- το [Μ ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν)]1. το αρσενικό παιδί ανεξάρτητα από ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τα θηλυκά κόρη, κορίτσι2. με χρήση επιθέτου (= αρσενικός)νεοελλ.1. το μικρό σε ηλικία αρσενικό παιδί2. (θωπευτικά) ως προσφώνηση σε προσφιλή άτομα ανδρικού φύλουμσν.παληκάρι, πολεμιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι μεσαιωνικοί τύποι ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν) υποκοριστικά τών μσν. ουσ. ἄγορος και ἄγουρος αντιστοίχως. Τα ἄγορος και ἄγουρος από μτγν. επίθ. ἄγωρος < αρχ. επίθ. ἄωρος.ΠΑΡ. αγορίνα, αγορίστικος.ΣΥΝΘ. αγοροκόριτσο, αγορομάν(ν)α, αγοροφέρνω.
Dictionary of Greek. 2013.